διαλυτότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαλυτότης | αἱ | διαλυτότητες | ||||
γενική | τῆς | διαλυτότητος | τῶν | διαλυτοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | διαλυτότητι | ταῖς | διαλυτότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διαλυτότητα | τὰς | διαλυτότητας | ||||
κλητική ὦ! | διαλυτότης | διαλυτότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαλυτότης (μαρτυρείται από το 1802) [1] < αρχαία ελληνική διαλυτ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαλυτότης θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 280, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου