διακοσάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διακοσάρι | τα | διακοσάρια |
γενική | του | διακοσαριού | των | διακοσαριών |
αιτιατική | το | διακοσάρι | τα | διακοσάρια |
κλητική | διακοσάρι | διακοσάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διακοσάρι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιακοσάρι ουδέτερο
- αγώνας ταχύτητας διακοσίων μέτρων
- χρηματικό ποσό περίπου 200 ευρώ (ή άλλης νομισματικής μονάδας)
- μου 'φυγε ένα διακοσάρι στο ταξίδι μόνο για βενζίνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακοσάρι
|