↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διακοσάρι τα διακοσάρια
      γενική του διακοσαριού των διακοσαριών
    αιτιατική το διακοσάρι τα διακοσάρια
     κλητική διακοσάρι διακοσάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακοσάρι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακοσάρι ουδέτερο

  1. αγώνας ταχύτητας διακοσίων μέτρων
  2. χρηματικό ποσό περίπου 200 ευρώ (ή άλλης νομισματικής μονάδας)
    μου 'φυγε ένα διακοσάρι στο ταξίδι μόνο για βενζίνη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία