διακονιάρισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακονιάρισσα < διακονιάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιακονιάρισσα θηλυκό
- (λαϊκότροπο) θηλυκό του διακονιάρης, η ζητιάνα
- άλλες μορφές: διακονιάρα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ζητιάνος
διακονιάρισσα
|