↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακονιάρα οι διακονιάρες
      γενική της διακονιάρας
    αιτιατική τη διακονιάρα τις διακονιάρες
     κλητική διακονιάρα διακονιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακονιάρα < θηλυκό του διακονιάρης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακονιάρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη διακονιάρης

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία