Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διακονιάρα οι διακονιάρες
      γενική της διακονιάρας
    αιτιατική τη διακονιάρα τις διακονιάρες
     κλητική διακονιάρα διακονιάρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακονιάρα < θηλυκό του διακονιάρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διακονιάρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη διακονιάρης

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία