διαζευκτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαζευκτικότητα < διαζευκτικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαζευκτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του διαζευκτικού, το να είναι κάποιος διαζευκτικός
- Από το 2022, για το αδίκημα της πρόκλησης σωματικής βλάβης (άρθρο 309 του Ποινικού Κώδικα) η προβλεπόμενη ποινή είναι φυλάκιση ως 3 έτη αντί διαζευκτικότητας με χρηματική ποινή.
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαζευκτικότητα
|