Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβλέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαβλέπω (βλέπω καθαρά), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική entrevoir[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + βλέπω.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯aˈvle.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δια‐βλέ‐πω
παλιότερος συλλαβισμός: δι‐α‐βλέ‐πω

διαβλέπω, αόρ.: διέβλεψα/διείδα (χωρίς παθητική φωνή)

Αόριστος, και διείδα.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. διαβλέπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. διαβλέπωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαβλέπω < δια- + βλέπω

διαβλέπω

  1. κοιτάζω κάτι με προσοχή, με μάτια ορθάνοιχτα και οξύ βλέμμα
  2. βλέπω καθαρά