διαβλέπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαβλέπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαβλέπω (βλέπω καθαρά), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική entrevoir[1][2] Μορφολογικά αναλύεται σε δια- + βλέπω.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯aˈvle.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δια‐βλέ‐πω
- παλιότερος συλλαβισμός : δι‐α‐βλέ‐πω
Ρήμα
επεξεργασίαδιαβλέπω, αόρ.: διέβλεψα/διείδα (χωρίς παθητική φωνή)
- υποθέτω και συμπεραίνω από ενδείξεις πριν συμβεί
- συγκρίνετε με το προβλέπω
Κλίση
επεξεργασίαΑόριστος, και διείδα.
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διαβλέπω | διέβλεπα | θα διαβλέπω | να διαβλέπω | διαβλέποντας | |
β' ενικ. | διαβλέπεις | διέβλεπες | θα διαβλέπεις | να διαβλέπεις | διάβλεπε | |
γ' ενικ. | διαβλέπει | διέβλεπε | θα διαβλέπει | να διαβλέπει | ||
α' πληθ. | διαβλέπουμε | διαβλέπαμε | θα διαβλέπουμε | να διαβλέπουμε | ||
β' πληθ. | διαβλέπετε | διαβλέπατε | θα διαβλέπετε | να διαβλέπετε | διαβλέπετε | |
γ' πληθ. | διαβλέπουν(ε) | διέβλεπαν διαβλέπαν(ε) |
θα διαβλέπουν(ε) | να διαβλέπουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διέβλεψα | θα διαβλέψω | να διαβλέψω | διαβλέψει | ||
β' ενικ. | διέβλεψες | θα διαβλέψεις | να διαβλέψεις | διάβλεψε | ||
γ' ενικ. | διέβλεψε | θα διαβλέψει | να διαβλέψει | |||
α' πληθ. | διαβλέψαμε | θα διαβλέψουμε | να διαβλέψουμε | |||
β' πληθ. | διαβλέψατε | θα διαβλέψετε | να διαβλέψετε | διαβλέψτε | ||
γ' πληθ. | διέβλεψαν διαβλέψαν(ε) |
θα διαβλέψουν(ε) | να διαβλέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διαβλέψει | είχα διαβλέψει | θα έχω διαβλέψει | να έχω διαβλέψει | ||
β' ενικ. | έχεις διαβλέψει | είχες διαβλέψει | θα έχεις διαβλέψει | να έχεις διαβλέψει | ||
γ' ενικ. | έχει διαβλέψει | είχε διαβλέψει | θα έχει διαβλέψει | να έχει διαβλέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε διαβλέψει | είχαμε διαβλέψει | θα έχουμε διαβλέψει | να έχουμε διαβλέψει | ||
β' πληθ. | έχετε διαβλέψει | είχατε διαβλέψει | θα έχετε διαβλέψει | να έχετε διαβλέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν διαβλέψει | είχαν διαβλέψει | θα έχουν διαβλέψει | να έχουν διαβλέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ διαβλέπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ διαβλέπω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιαβλέπω
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- διαβλέπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαβλέπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.