διάτα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάτα | οι | διάτες |
γενική | της | διάτας | — | |
αιτιατική | τη | διάτα | τις | διάτες |
κλητική | διάτα | διάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διάτα < μεσαιωνική ελληνική διάτα < διατάζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
διάτα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
διάτα
|