Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διάνοιγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
διάνοιγμα
τα
διανοίγμα
τ
α
γενική
του
διανοίγμα
τ
ος
των
διανοιγμά
τ
ων
αιτιατική
το
διάνοιγμα
τα
διανοίγμα
τ
α
κλητική
διάνοιγμα
διανοίγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διάνοιγμα
<
διανοίγω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διάνοιγμα
ουδέτερο
το
αποτέλεσμα
του
διανοίγω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
διάνοιξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διάνοιγμα