δημοτικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δημοτικότης | αἱ | δημοτικότητες | ||||
γενική | τῆς | δημοτικότητος | τῶν | δημοτικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | δημοτικότητι | ταῖς | δημοτικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | δημοτικότητα | τὰς | δημοτικότητας | ||||
κλητική ὦ! | δημοτικότης | δημοτικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δημοτικότης (μαρτυρείται από το 1836) [1] < δημοτικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδημοτικότης θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 275, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου