Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημοσιοκρατία οι δημοσιοκρατίες
      γενική της δημοσιοκρατίας των δημοσιοκρατιών
    αιτιατική τη δημοσιοκρατία τις δημοσιοκρατίες
     κλητική δημοσιοκρατία δημοσιοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοσιοκρατία < δημόσιο + -κρατία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δημοσιοκρατία θηλυκό

  • είναι η εξυπηρέτηση υπό συνθήκες διαφάνειας, δημοσιότητας και λογοδοσίας του γενικού συμφέροντος και όχι του προσωπικού ή ιδιωτικού νιτερέσου

  Μεταφράσεις επεξεργασία