δεματάρα
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δεματάρα | οι | δεματάρες |
γενική | της | δεματάρας | — | |
αιτιατική | τη | δεματάρα | τις | δεματάρες |
κλητική | δεματάρα | δεματάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δεματάρα < δέμα, δέματ-(α) + μεγεθυντικό επίθημα -άρα
Ουσιαστικό Επεξεργασία
δεματάρα ουδέτερο
- πολύ μεγάλο δέμα
Μεταφράσεις Επεξεργασία
δεματάρα
|