↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δελφινοκόριτσο τα δελφινοκόριτσα
      γενική του δελφινοκόριτσου των δελφινοκόριτσων
    αιτιατική το δελφινοκόριτσο τα δελφινοκόριτσα
     κλητική δελφινοκόριτσο δελφινοκόριτσα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δελφινοκόριτσο < δελφίνι + κορίτσι + -ο (ουδέτερο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δελφινοκόριτσο ουδέτερο

  • (λογοτεχνικό, νεολογισμός) κορίτσι που κολυμπά γρήγορα σαν δελφίνι
    ※  Εκεί στης Ύδρας τ’ ανοιχτά και των Σπετσών
    να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο
    Μωρέ του λέω που ‘ναι το μεσοφόρι σου
    έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ’ αγόρι σου
    Άιντε μωρό μου, ανέβα και κινήσαμε
    πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε
    Απόσπασμα στίχων από το μελοποιημένο ποίημα Το δελφινοκόριτσο, (1972) Μιχάλης Βιολάρης, στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης και σύνθεση: Λίνος Κόκοτος, album: Το θαλασσινό τριφύλλι.
    ※  Ποιος - όταν μέσ' από του πόντου τις
    Αμπελοβραγιές πηδώντας τα δελφινοκόριτσα
    Βγάζουν κρυγιές φωνές αγριοπερίστερων
    Πίσω απ' το ψάρι τ' αέρος το ακαμάκιστο
    Και με την πελαγίδα ή τ' αρσινάκι στολίζουνε τα γαλάζια γένια του αϊ-Νικόλα
    Του θαλασσάχραντου
    Ραδινά τότε - ποιος της Χάλκης γιος
    Το κολασμένο του «καμένου σπήλιου» λύνοντας
    Κράτος ψηλά πηγαίνει τα τιμιότατα
    Δώρα Θεού που οι χρόνοι δεν κατάλυσαν
    Πάει πετάει - κι ο νους του αγάλλει σαν
    Ήλιου αχτιδωσιά στης μνήμης των αρχαίων
    Το χάλκωμα
    Απόσπασμα στίχων από το ποίημα ΔΩΔΕΚΑ ΝΗΣΩΝ ΑΓΓΕΛΟΣ (1939) του Οδυσσέα Ελύτη.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία