δεκατιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δεκατιά | ||
γενική | της | δεκατιάς | ||
αιτιατική | τη | δεκατιά | ||
κλητική | δεκατιά | |||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δεκατιά < μεσαιωνική ελληνική δεκατία < αρχαία ελληνική δεκάτη < δέκα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεκατιά θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (οικονομία) (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του δεκάτη
- ※ Οι καλλιεργητές των ελεύθερων χωριών υποχρεώνονταν να καταβάλουν τη δεκατιά στο σουλτάνο για τη συντήρηση των σπαχήδων που έπαιρναν μέρος στους εξωτερικούς πολέμους. (Κυριάκος Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 1810–1821. Δημόσιος και ιδιωτικός βίος, λαϊκός πολιτισμός, Εκκλησία και οικονομική ζωή, από τα περιηγητικά χρονικά, τ. Γ₂ʹ, Αθήνα ³1989, σελ. 269)
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεκατιά
|