↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεκαοχτάδα οι δεκαοχτάδες
      γενική της δεκαοχτάδας των δεκαοχτάδων
    αιτιατική τη δεκαοχτάδα τις δεκαοχτάδες
     κλητική δεκαοχτάδα δεκαοχτάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεκαοχτάδα < δεκαοχτώ + -άδα, (< αρχαία ελληνική: -άς -άδος), ή δέκα + οχτάδα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεκαοχτάδα θηλυκό (αριθμητικό - περιληπτικό)

  • σύνολο, υποσύνολο, ή ενότητα δεκαοχτώ μονάδων (προσώπων, πραγμάτων ή συναφών εννοιών)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία