δείπνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δείπνος | οι | δείπνοι |
γενική | του | δείπνου | των | δείπνων |
αιτιατική | τον | δείπνο | τους | δείπνους |
κλητική | δείπνε | δείπνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δείπνος < ελληνιστική δεῖπνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδείπνος αρσενικό
- το δείπνο
Εκφράσεις
επεξεργασία- ο Μυστικός Δείπνος: το τελευταίο δείπνο του Ιησού Χριστού με τους Αποστόλους κατά το οποίο καθιέρωσε την Ευχαριστία