Δείτε επίσης: δειπνῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δειπνώ < αρχαία ελληνική δειπνέω / δειπνῶ

  Ρήμα επεξεργασία

δειπνώ, πρτ.: δειπνούσα, στ.μέλλ.: θα δειπνήσω, αόρ.: δείπνησα

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία