Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δαχτυλιδόπετρα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
δαχτυλιδόπετρ
α
οι
δαχτυλιδόπετρ
ες
γενική
της
δαχτυλιδόπετρ
ας
των
δαχτυλιδόπετρ
ων
αιτιατική
τη
δαχτυλιδόπετρ
α
τις
δαχτυλιδόπετρ
ες
κλητική
δαχτυλιδόπετρ
α
δαχτυλιδόπετρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αρθρίτιδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δαχτυλιδόπετρα
<
δαχτυλίδι
+
πέτρα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δαχτυλιδόπετρα
θηλυκό
ο πολύτιμος
λίθος
που στολίζει ένα
δαχτυλίδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δαχτυλιδόπετρα