Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δαλτωνισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
δαλτωνισμ
ός
οι
δαλτωνισμ
οί
γενική
του
δαλτωνισμ
ού
των
δαλτωνισμ
ών
αιτιατική
τον
δαλτωνισμ
ό
τους
δαλτωνισμ
ούς
κλητική
δαλτωνισμ
έ
δαλτωνισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δαλτωνισμός
<
αγγλική
daltonism
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δαλτωνισμός
αρσενικό
(
ιατρική
)
άλλη μορφή
του
δαλτονισμός