δαγκωματάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δαγκωματάκι | τα | δαγκωματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | δαγκωματάκι | τα | δαγκωματάκια |
κλητική | δαγκωματάκι | δαγκωματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δαγκωματάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδαγκωματάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία δαγκωματάκι