δαγκαματιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δαγκαματιά | οι | δαγκαματιές |
γενική | της | δαγκαματιάς | των | δαγκαματιών |
αιτιατική | τη | δαγκαματιά | τις | δαγκαματιές |
κλητική | δαγκαματιά | δαγκαματιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδαγκαματιά θηλυκό
- → δείτε τη λέξη δαγκωματιά