δάφνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δάφνος | οἱ | δάφνοι | ||||
γενική | τοῦ | δάφνου | τῶν | δάφνων | ||||
δοτική | τῷ | δάφνῳ | τοῖς | δάφνοις | ||||
αιτιατική | τὸν | δάφνον | τοὺς | δάφνους | ||||
κλητική ὦ! | δάφνε | δάφνοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δάφνω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δάφνοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δάφνος < → δείτε τη λέξη δάφνη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδάφνος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- (βοτανική) άλλη μορφή του δάφνη
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- δάφνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.