γυφτάκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γυφτάκος | οι | γυφτάκοι |
γενική | του | γυφτάκου | των | γυφτάκων |
αιτιατική | τον | γυφτάκο | τους | γυφτάκους |
κλητική | γυφτάκο | γυφτάκοι | ||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γυφτάκος < γύφτ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝiˈfta.kos/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγυφτάκος αρσενικό
- υποκοριστικό του γύφτος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γυφτάκος
|