γυναικάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γυναικάκι | τα | γυναικάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γυναικάκι | τα | γυναικάκια |
κλητική | γυναικάκι | γυναικάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γυναικάκι < γυναίκα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγυναικάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του γυναίκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γυναικάκι
|