Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γριούλα οι γριούλες
      γενική της γριούλας
    αιτιατική τη γριούλα τις γριούλες
     κλητική γριούλα γριούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γριούλα < υποκοριστικό για την αρκετά ηλικιωμένη γυναίκα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γριούλα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία