Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γριάβαλο τα γριάβαλα
      γενική του γριάβαλου των γριάβαλων
    αιτιατική το γριάβαλο τα γριάβαλα
     κλητική γριάβαλο γριάβαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γριάβαλο < τουρκική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γριάβαλο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ξυδόπουλος, Γεώργιος (2017). Στοιχεία νεοελληνικών διαλέκτων. Αθήνα: Πατάκης, σελ. 17.