Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γούπατο τα γούπατα
      γενική του γούπατου των γούπατων
    αιτιατική το γούπατο τα γούπατα
     κλητική γούπατο γούπατα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γούπατο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γούπατο ουδέτερο

  1. γούβα, βαθούλωμα
    Ριχμένο εκεί, κατά τις εκβολές του Πηνειού, στο γούπατο του πολύκαρπου κάμπου (Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο ζητιάνος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία