γούγλης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γούγλης | οι | γούγληδες |
γενική | του | γούγλη | των | γούγληδων |
αιτιατική | τον | γούγλη | τους | γούγληδες |
κλητική | γούγλη | γούγληδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γούγλης < (άμεσο δάνειο) αγγλική google < Google
Ουσιαστικό επεξεργασία
γούγλης αρσενικό
- ↪ Μισό να το βάλω στο γούγλη για να δούμε τι θα μας πει.
Μεταφράσεις επεξεργασία
γούγλης
|