γονατογράφημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γονατογράφημα (νεολογισμός) < γόνατ(ο) + -ο- + -γράφημα (< γράφω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγονατογράφημα ουδέτερο
- (ειρωνικό) άλλη μορφή του γονατογραφία
- ※ Δυσκολεύτηκαν να τεκμηριώσουν μια προειλημμένη τους απόφαση και τελικά κατέληξαν σε ένα νομικά κενό γονατογράφημα της κακιάς ώρας. (tanea.gr, «Νομικά κενό γονατογράφημα», εφημερίδα Τα Νέα, 2020.02.11.)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γονατογράφημα
|