Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γλύπτρια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
γλύπτρι
α
οι
γλύπτρι
ες
γενική
της
γλύπτρι
ας
των
γλυπτρι
ών
αιτιατική
τη
γλύπτρι
α
τις
γλύπτρι
ες
κλητική
γλύπτρι
α
γλύπτρι
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
γλύπτρια
<
γλύπτης
+
-τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
γλύπτρια
θηλυκό
(
επάγγελμα
)
θηλυκό
του
γλύπτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γλύπτρια
γερμανικά
:
Bildhauerin
(de)
ισπανικά
:
escultora
(es)
πολωνικά
:
rzeźbiarka
(pl)