Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική rzeźbiarka rzeźbiarki
γενική rzeźbiarki rzeźbiarek
δοτική rzeźbiarce rzeźbiarkom
αιτιατική rzeźbiar rzeźbiarki
οργανική rzeźbiar rzeźbiarkami
τοπική rzeźbiarce rzeźbiarkach
κλητική rzeźbiarko rzeźbiarki

  Ετυμολογία επεξεργασία

rzeźbiarka < από τη λέξη rzeźba

  Ουσιαστικό επεξεργασία

rzeźbiarka (pl) θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη rzeźba