Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλωσσαμύντωρ οι γλωσσαμύντορες
      γενική του γλωσσαμύντορος των γλωσσαμυντόρων
    αιτιατική τον γλωσσαμύντορα τους γλωσσαμύντορες
     κλητική γλωσσαμύντορ γλωσσαμύντορες
παρατήρηση=Δείτε και το νεότερο «γλωσσαμύντορας».
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλωσσαμύντωρ < (καθαρεύουσα) < γλωσσ- + αρχαία ελληνική ἀμύντωρ (υπερασπιτής, εδώ, της γλώσσας)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλωσσαμύντωρ αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία