γλωσσαμύντωρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γλωσσαμύντωρ | οι | γλωσσαμύντορες |
γενική | του | γλωσσαμύντορος | των | γλωσσαμυντόρων |
αιτιατική | τον | γλωσσαμύντορα | τους | γλωσσαμύντορες |
κλητική | γλωσσαμύντορ | γλωσσαμύντορες | ||
παρατήρηση=Δείτε και το νεότερο «γλωσσαμύντορας». | ||||
Κατηγορία όπως «αυτοκράτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γλωσσαμύντωρ < (καθαρεύουσα) < γλωσσ- + αρχαία ελληνική ἀμύντωρ (υπερασπιτής, εδώ, της γλώσσας)[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλωσσαμύντωρ αρσενικό
- (λόγιο, ειρωνικό) παλιότερη, λόγια μορφή του γλωσσαμύντορας
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλωσσαμύντωρ
→ δείτε τη λέξη γλωσσαμύντορας |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γλωσσαμύντορας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας