γλυσίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλυσίνη | οι | γλυσίνες |
γενική | της | γλυσίνης | των | γλυσινών |
αιτιατική | τη | γλυσίνη | τις | γλυσίνες |
κλητική | γλυσίνη | γλυσίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλυσίνη θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
γλυσίνη
|