γλαδίολος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γλαδίολος | οι | γλαδίολοι |
γενική | του | γλαδίολου & γλαδιόλου |
των | γλαδίολων & γλαδιόλων |
αιτιατική | τον | γλαδίολο | τους | γλαδίολους & γλαδιόλους |
κλητική | γλαδίολε | γλαδίολοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣlaˈði.o.los/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλαδίολος αρσενικό
- (φυτό) άλλη μορφή του γλαδιόλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλαδίολος
|