γκομενάκι
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκομενάκι | τα | γκομενάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γκομενάκι | τα | γκομενάκια |
κλητική | γκομενάκι | γκομενάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γκομενάκι < γκόμενα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γκομενάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του γκόμενα
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γκομενάκι
|