γκατζετάκιας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γκατζετάκιας | οι | γκατζετάκηδες |
γενική | του | γκατζετάκια | των | γκατζετάκηδων |
αιτιατική | τον | γκατζετάκια | τους | γκατζετάκηδες |
κλητική | γκατζετάκια | γκατζετάκηδες | ||
Οι καταλήξεις -ιας, -ια προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «γυαλάκιας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκατζετάκιας αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γκάτζετ
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκατζετάκιας
|