γκαρσονάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γκαρσονάκι | τα | γκαρσονάκια |
γενική | του | γκαρσονακιού | των | γκαρσονακιών |
αιτιατική | το | γκαρσονάκι | τα | γκαρσονάκια |
κλητική | γκαρσονάκι | γκαρσονάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκαρσονάκι ουδέτερο
- μικρής ηλικίας γκαρσόνι
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκαρσονάκι
|