γκαζιερατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- γκαζιερατζής αρσενικό,
- ο τεχνίτης που επιδιορθώνει γκαζιέρες
Συγγενικά επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- οι γκαζιερατζήδες δεν ήταν πλανόδιοι τεχνίτες, αντίθετα διατηρούσαν μικρά καταστήματα - εργαστήρια στα οποία επιδιόρθωναν γκαζιέρες καθώς και θερμάστρες πετρελαίου.
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκαζιερατζής
|