Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γκαζιερατζής οι γκαζιερατζήδες
      γενική του γκαζιερατζή των γκαζιερατζήδων
    αιτιατική τον γκαζιερατζή τους γκαζιερατζήδες
     κλητική γκαζιερατζή γκαζιερατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γκαζιερατζής < γκαζιέρα + -τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γκαζιερατζής αρσενικό,
  • ο τεχνίτης που επιδιορθώνει γκαζιέρες

Συγγενικά επεξεργασία

* γκαζιεράς
* γκαζιεράδικο

Σημειώσεις επεξεργασία

  • οι γκαζιερατζήδες δεν ήταν πλανόδιοι τεχνίτες, αντίθετα διατηρούσαν μικρά καταστήματα - εργαστήρια στα οποία επιδιόρθωναν γκαζιέρες καθώς και θερμάστρες πετρελαίου.

  Μεταφράσεις επεξεργασία