γιούρτι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιούρτι | τα | γιούρτια |
γενική | του | γιουρτιού | των | γιουρτιών |
αιτιατική | το | γιούρτι | τα | γιούρτια |
κλητική | γιούρτι | γιούρτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γιούρτι < οθωμανική τουρκική ? (τουρκική yurt)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγιούρτι ουδέτερο
- (παρωχημένο) χωράφι, οικόπεδο πίσω από το σπίτι
- ※ Τα αγροτόσπιτα της Αργολίδας διέθεταν συνήθως ένα χωράφι στο μίσω μέρος, που το λέγανε γιούρτι. Το γιούρτι κατά κανόνα ήτανε κολλητό με το σπίτι. Ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα και τη νοικοκυροσύνη του αγρότη, ήταν περιφραγμένο είτε με κλαδιά και θάμνους είτε με συρματόπλεγμα ή και με πλιθόμαντρα. (Καπνοκαλλιέργειες στη Αργολίδα, 6/2/2021, argolikivivliothiki.gr, [1])
- ※ Το γιούρτι είναι ο καθρέφτης του μερακλή ή του μαγκούδη νοικοκύρη του, όπως και τ'αμπέλι. Ξεκινώντας απ'το φράχτη του και φτάνοντας στα κεντράδια και τα κληματοδεσίματα (Γεωργούλας Βέϊκος, Η λαϊκή εξουσία στην ελεύθερη Ελλάδα, τόμος 1, εκδ. Θεμέλιο, 1979, σελ. 30
- (παρωχημένο) τα ακαλλιέργητα μέρη χωραφιού, κοντά στον φράχτη
- ※ γυούρτι, τα γύρωθεν των αμπέλων, αγρών κτλ. ακαλλιέργητα άκρα ( ranz Miklosich, Die türkische elemente in der süd-ost, und osteuropäischen Sprachen, Wien : In Commission bei Karl Gerold's Sohn, 1888 [2])
- (παρωχημένο) χωράφι κοντά στο χωριό
- ※ Γιούρτι, ήτοι χωράφι κοντά εις το χωρίον (Θρακικά, εκδ. Θρακικό Κέντρο, τομ. 42-43, σελ. 302)
- (παρωχημένο) (δημώδες) είδος καπνού που παραγόνταν από αγρούς που είχαν λιπανθεί [1]
Μεταφράσεις
επεξεργασία γιούρτι
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ γιούρτι σελ.1623 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)