γιαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γιαίνω < μεσαιωνική ελληνική γιαίνω < αρχαία ελληνική ὑγιαίνω < ὑγίεια < ὑγιής < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂yu- + gʷih₃- (μακρός βίος)
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαγιαίνω, στ.μέλλ.: θα γιάνω, αόρ.: έγιανα
- (οικείο) (κυριολεκτικά) (μεταφορικά)
- (μεταβατικό) θεραπεύω, γιατρεύω
- (αμετάβατο) θεραπεύομαι, γίνομαι καλά μετά από αρρώστια ή τραυματισμό
Εκφράσεις
επεξεργασία- μέχρι να παντρευτείς θα γιάνει: φράση που λέγεται συνήθως για παρηγοριά σε μικρό παιδί που χτύπησε
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γιαίνω | έγιαινα | θα γιαίνω | να γιαίνω | γιαίνοντας | |
β' ενικ. | γιαίνεις | έγιαινες | θα γιαίνεις | να γιαίνεις | γιαίνε | |
γ' ενικ. | γιαίνει | έγιαινε | θα γιαίνει | να γιαίνει | ||
α' πληθ. | γιαίνουμε | γιαίναμε | θα γιαίνουμε | να γιαίνουμε | ||
β' πληθ. | γιαίνετε | γιαίνατε | θα γιαίνετε | να γιαίνετε | γιαίνετε | |
γ' πληθ. | γιαίνουν(ε) | έγιαιναν γιαίναν(ε) |
θα γιαίνουν(ε) | να γιαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έγιανα | θα γιάνω | να γιάνω | γιάνει | ||
β' ενικ. | έγιανες | θα γιάνεις | να γιάνεις | γιάνε | ||
γ' ενικ. | έγιανε | θα γιάνει | να γιάνει | |||
α' πληθ. | γιάναμε | θα γιάνουμε | να γιάνουμε | |||
β' πληθ. | γιάνατε | θα γιάνετε | να γιάνετε | γιάντε | ||
γ' πληθ. | έγιαναν γιάναν(ε) |
θα γιάνουν(ε) | να γιάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γιάνει | είχα γιάνει | θα έχω γιάνει | να έχω γιάνει | ||
β' ενικ. | έχεις γιάνει | είχες γιάνει | θα έχεις γιάνει | να έχεις γιάνει | ||
γ' ενικ. | έχει γιάνει | είχε γιάνει | θα έχει γιάνει | να έχει γιάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε γιάνει | είχαμε γιάνει | θα έχουμε γιάνει | να έχουμε γιάνει | ||
β' πληθ. | έχετε γιάνει | είχατε γιάνει | θα έχετε γιάνει | να έχετε γιάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν γιάνει | είχαν γιάνει | θα έχουν γιάνει | να έχουν γιάνει |
|