Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαϊδουρογάιδαρος οι γαϊδουρογάιδαροι
      γενική του γαϊδουρογάιδαρου
γαϊδουρογαιδάρου
των γαϊδουρογάιδαρων
γαϊδουρογαιδάρων
    αιτιατική τον γαϊδουρογάιδαρο τους γαϊδουρογάιδαρους
γαϊδουρογαιδάρους
     κλητική γαϊδουρογάιδαρε γαϊδουρογάιδαροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαϊδουρογάιδαρος < γαϊδούρι + -ο- + γάιδαρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαϊδουρογάιδαρος αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία