↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαϊδουρογάιδαρος οι γαϊδουρογάιδαροι
      γενική του γαϊδουρογάιδαρου
γαϊδουρογαϊδάρου
των γαϊδουρογάιδαρων
γαϊδουρογαϊδάρων
    αιτιατική τον γαϊδουρογάιδαρο τους γαϊδουρογάιδαρους
γαϊδουρογαϊδάρους
     κλητική γαϊδουρογάιδαρε γαϊδουρογάιδαροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαϊδουρογάιδαρος < γαϊδούρι + -ο- + γάιδαρος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

γαϊδουρογάιδαρος αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία