Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαστριδίωση οι γαστριδιώσεις
      γενική της γαστριδίωσης* των γαστριδιώσεων
    αιτιατική τη γαστριδίωση τις γαστριδιώσεις
     κλητική γαστριδίωση γαστριδιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γαστριδιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γαστριδίωση < γαστρίδιο
 
η γαστριδίωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γαστριδίωση θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία