γαλόσουπα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλόσουπα | οι | γαλόσουπες |
γενική | της | γαλόσουπας | — | |
αιτιατική | τη | γαλόσουπα | τις | γαλόσουπες |
κλητική | γαλόσουπα | γαλόσουπες | ||
Στα σύνθετα, η δύσχρηστη γενική πληθυντικού που θα έληγε σε -ών (όπως στην κλίση «θάλασσα») τείνει να κρατάει σταθερό τον τόνο (όπως στην κλίση «αρθρίτιδα») | ||||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαλόσουπα θηλυκό
- (γαστρονομία) σούπα με κυρίαρχο συστατικό τη γαλοπούλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαλόσουπα
|
Πηγές
επεξεργασία- γαλόσουπα — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)