γαλιάντρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλιάντρα | οι | γαλιάντρες |
γενική | της | γαλιάντρας | — | |
αιτιατική | τη | γαλιάντρα | τις | γαλιάντρες |
κλητική | γαλιάντρα | γαλιάντρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γαλιάντρα < μεσαιωνική ελληνική καλιάντρα < λατινική calandra < ελληνιστική κοινή κάλανδρος / καλάνδρα, όνομα πουλιού
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγαλιάντρα θηλυκό
- ωδικό πουλί
- (μεταφορικά) φλύαρη γυναίκα
- (μεταφορικά) γόησσα