↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαλέος οι γαλέοι
      γενική του γαλέου των γαλέων
    αιτιατική τον γαλέο τους γαλέους
     κλητική γαλέε γαλέοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γαλέος < αρχαία ελληνική γαλεός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
 
Galeorhinus galeus

γαλέος αρσενικό

φάγαμε γαλέο σαγανάκι

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία