γαιόχωση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαιόχωση | οι | γαιοχώσεις |
γενική | της | γαιόχωσης* | των | γαιοχώσεων |
αιτιατική | τη | γαιόχωση | τις | γαιοχώσεις |
κλητική | γαιόχωση | γαιοχώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γαιοχώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγαιόχωση θηλυκό
- η συσσώρευση άμμου ή χώματος (π.χ. σε χυτήρια κοντά στο καλούπι)
Μεταφράσεις
επεξεργασία γαιόχωση
|