βυρωνισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βυρωνισμός < Βύρων + -ισμός < αγγλικά Lord George Gordon Byron VI
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβυρωνισμός αρσενικό
- η μίμηση της λογοτεχνικής γραφής, του ύφους ή/και της ζωής του (Λόρδου) Βύρωνα
- ρομαντική διάθεση
- πεσιμισμός, απαισιοδοξία