βυζοχαράδρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βυζοχαράδρα < βυζ(ί) + -ο- + χαράδρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβυζοχαράδρα θηλυκό
- (ανεπίσημο) η περιοχή ανάμεσα σε δυο γυναικεία στήθη
- ※ το κοίταγμα ήταν με έναν αθλητικό ψηλό τύπο, οπότε εγώ κοιτώ λίγο στη βυζοχαράδρα της, λίγο πριν φύγω ([1])
- ※ Ως πρώτο δείγμα επέλεξα να αναρτήσω φωτογραφίαν τινά, ήτις αποδεικνύει ότι ο γυναικείος ερωτισμός δύναται να υπερχειλίζει εκ του βλέμματος και μόνου, έστω κι αν δε φαίνεται η βυζοχαράδρα της εικονιζομένης ([2])
Μεταφράσεις
επεξεργασία βυζοχαράδρα
|