Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βουρβουλακίδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
βουρβουλακίδ
α
οι
βουρβουλακίδ
ες
γενική
της
βουρβουλακίδ
ας
των
βουρβουλακίδ
ων
αιτιατική
τη
βουρβουλακίδ
α
τις
βουρβουλακίδ
ες
κλητική
βουρβουλακίδ
α
βουρβουλακίδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βουρβουλακίδα
θηλυκό
μπουρμπουλήθρα
,
φυσαλίδα
Συγγενικά
επεξεργασία
βουρβουλακίζω
,
βουρβουλακώ
βουρβουλάκισμα
και
βουρβουλακητό