↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βουκκού οι βουκκούδες
      γενική της βουκκούς των βουκκούδων
    αιτιατική τη βουκκού τις βουκκούδες
     κλητική βουκκού βουκκούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βουκκού < βούκκα < λατινική buccus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βουκκού θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • βουκκού @polignosi Κυπριακή Διάλεκτος στη Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια του Άντρου Παυλίδη