Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βούκκα < λατινική bucca

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βούκκα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία

  • (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)